Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Δύο εβδομάδες πριν ακούσαμε στο Ευαγγέλιο την ιστορία του Βαρτίμαιου και την προηγούμενη εβδομάδα την ιστορία του Ζακχαίου.
Ο Βαρτίμαιος ήταν τυφλός, ίσως όλη του τη ζωή, η ίσως κάποια συγκεκριμένη στιγμή είχε εικόνα όλης της ομορφιάς του κόσμου, των ανθρώπινων προσώπων, την ομορφιά από κάθε τι που τον συνέδεε κατευθείαν μέσω της κτίσης με τον Θεό που δημιούργησε τα πάντα. Ήταν ένας τυφλός άνθρωπος.
Μιαν ημέρα ένα πλήθος πέρασε δίπλα του, ένα παράξενο πλήθος – όχι απλά ένα θορυβώδες πλήθος περαστικών, αλλά ένα πλήθος που είχε έναν πυρήνα, και ο πυρήνας αυτός ήταν ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Ο Βαρτίμαιος αντιλήφθηκε την ιδιαιτερότητα αυτού του πλήθους και ρώτησε ποιός ήταν εκείνος που το ένωνε σε ένα σύνολο· και τότε άρχισε να κραυγάζει για βοήθεια, για να ελευθερωθεί από την τυφλότητά του.
Πόσες φορές δεν είμασταν τυφλοί, η πόσα πολλά χρόνια δεν ζήσαμε όλοι σαν τυφλοί; Τυφλοί στην αποκάλυψη του Θεού που μας προσφέρει ο κόσμος· τυφλοί στην ομορφιά, όχι στην εξωτερική της ποιότητα αλλά στην λάμψη της θεϊκής λάμψης και ομορφιάς όπως μας αποκαλύπτεται. Πόσο συχνά δεν κοιτάξαμε πρόσωπα δίχως ποτέ να δούμε ότι είναι είκόνες του Θεού που θα πρέπει να μας φέρνουν σ’ επαφή με τον Θεό, και να μην στέκουν ανάμεσα σε μας και τον Θεό σαν πειρασμός. Πόσο συχνά πέρασε ο Χριστός δίπλα μας και ποτέ δεν προσέξαμε την παρουσία Του;
Ας προβληματιστούμε και ας αναρωτηθούμε όχι μόνο πόσο συχνά είμασταν τυφλοί στο παρελθόν, αλλά πόσο είμαστε την παρούσα στιγμή. Ο Χριστός βρίσκεται ανάμεσα μας. Το αντιλαμβανόμαστε; Ένας Πατέρας της Ερήμου είχε πει : «Όποιος είδε τον πλησίον του έχει δει τον Θεό». Ναι μια εικόνα του Θεού, μια αληθινή εικόνα. Κατεστραμμένη στην πραγματικότητα, όπως τόσες πολλές εικόνες είναι βεβηλωμένες η κατεστραμμένες· κατεστραμμένες σε βαθμό που, κάποιες φορές δεν αναγνωρίζονται, και όμως είναι μια θεία εικόνα.
Την προηγούμενη εβδομαδα ακούσαμε για τον Ζακχαίο. Ο Ζακχαίος ξεπέρασε έναν άλλον πειρασμό που μας είναι πολύ γνωστός, αυτόν της ματαιότητας· η ματαιότητα που σημαίνει την προσκόλλησή μας σε πράγματα ασήμαντα και η προσπάθειά μας να προκαλέσουμε μέσα από αυτά τον θαυμασμό άλλων ανθρώπων που δεν έχουν δικαίωμα να κρίνουν, επειδή είναι επίσης δέσμιοι στην ίδια μικρότητα της καρδιάς και του νου. Η ματαιότητα, κατά τον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακας, είναι υπερηφάνεια ενώπιον του Θεού και δειλία ενώπιον των ανθρώπων· μια επιθυμία να μην κριθούμε, να μην καταδικαστούμε, αλλά να μας θαυμάζουν, να μας επαινούν, να μας επιδοκιμάζουν ακόμα για πράγματα που δεν έχουν κάποια αξία, απλά και μόνο να μας επιδοκιμάζουν.
Πρότεινα την προηγούμενη εβδομάδα ότι πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας σε αυτήν την ιδιαίτερη για μας αμαρτία και να αναρωτηθούμε πόσο είμαστε ανεξάρτητοι από την κρίση των ανθρώπων, πόσο είμαστε αδιάφοροι στην κρίση της δικής μας συνείδησης και μέσα από αυτήν, στην κρίση του ίδιου του Θεού;
Σήμερα έχουμε να κάνουμε με μια τρίτη εικόνα· με την ιστορία του Φαρισαίου και του Τελώνη. Ο Τελώνης είχε συναίσθηση της αναξιότητάς του, ότι ήταν ανάξιος να παρουσιαστεί ενώπιον του Θεού, αλλά επίσης ότι ήταν ευπρόσδεκτος στην συντροφιά αξιοσέβαστων ανθρώπων, που ο Θεός θα αποδεχόταν. Ήλθε στην πόρτα του Ναού και δεν μπορούσε να διασχίσει το κατώφλι γιατί γνώριζε ότι σε αυτόν τον κόσμο τον ακάθαρτο, τον μολυσμένο, τον βεβηλωμένο από την ανθρώπινη αμαρτία, από το αίμα και το κακό σε όλες του τις μορφές, ο Ναός ήταν ένας τόπος αφιερωμένος μόνο στον Θεό. Όλος ο υπόλοιπος κόσμος, για να χρησιμοποιήσω μια φράση του Σατανά που πείραξε τον Κύριο, όλο τον υπόλοιπο κόσμο «τον παρέδωσε ο άνθρωπος σ’ εμένα». Αλλά ο ναός είναι ένας χώρος όπου άνθρωποι της πίστης, αδύναμοι αλλά με πίστη στον Θεο, είναι αποκομμένοι από τούτο το βασίλειο του τρόμου που είναι το δράμα της Θεϊκής ομορφιάς, της κατοικίας του Ενός που δεν έχει τόπο να «κλίνει την κεφαλή», σ’ έναν κόσμο που τον έκλεψαν απ’ Αυτόν και παραδόθηκε στα χέρια του αντιπάλου.
Ο Τελώνης στάθηκε στην είσοδο του Ναού, γνώριζε ότι ανήκε στο βασίλειο του κακού, και δεν μπορούσε να εισέλθει στον ιερό χώρο του Θεού· και όμως, ένοιωσε τη διαφορά, ο τρόμος τον συνείχε και μια αίσθηση λατρείας για το βασίλειο του Θεού. Χτυπούσε το στήθος του ζητώντας έλεος γιατί δεν μπορούσε να ελπίζει και να υπολογίζει σε τίποτα άλλο.
Και ο Φαρισαίος στάθηκε στο μέσον της Εκκλησίας· είχε μπει στο ναό και είχε πάρει τη θέση του εκεί σαν κάποιος που είχε το δικαίωμα να βρίσκεται εκεί. Γιατί; Όχι επειδή ήταν ένας άνθρωπος με αγνή καρδιά, αλλά επειδή ήταν πιστός στον κάθε τυπικό κανόνα που είχε καθιερωθεί από τη Συναγωγή, όπως ένας αριθμός από εμάς είναι πιστός στους εξωτερικούς τύπους της ζωής που δεν μας αγγίζουν καν, που δεν φτάνουν στην καρδιά μας, που δεν δίνουν νέο σχήμα και νόημα στις σκέψεις μας.
Έτσι πάλι, βρισκόμαστε ενώπιον δύο ανδρών και ο Χριστός μας ρωτά: ποιός είσαι; Είσαι κάποιος που συναισθάνεται τόσο βαθιά την ιερότητα του Θεού, που γνωρίζει ότι, εκτός από έναν Θεό που θα κατέβαινε στη γη για να μας θεραπεύσει και να μας σώσει, δεν θα υπήρχε τρόπος να Τον προσεγγίσουμε. Η είμαστε σαν τον Φαρισαίο που θα έλεγε στον Θεό, που θα Του έλεγε κατάμουτρα: Έκανα ο,τι ήταν γραμμένο να γίνει. Δεν έχεις κάτι να μου ζητήσεις! … Δεν είμαστε τόσο υπερήφανοι όπως ο Φαρισαίος, ούτε έχουμε το σταθερό θάρρος να είμαστε τόσο πιστοί όσο ήταν εκείνος στην πλήρη τήρηση του γράμματος του νόμου.
Ας αναρωτηθούμε λοιπόν: μιμούμαστε τον Φαρισαίο στα έργα του, εξωτερικά πιστοί στα δόγματα της Χριστιανικής μας πίστης; Και πέρα από αυτό, επιτρέπουμε στην πίστη μας να μεταστρέψει την καρδιά μας, να κυβερνά την θέληση μας, και να φωτίζει το νου μας;
Αυτήν την εργασία μας προσφέρει το σημερινό Ευαγγέλιο. Σκεφτείτε το. Θα είναι ένα ακόμα βήμα για να πάρουμε μιαν απόφαση ώστε να μην καταδικαστούμε. Αμήν.
Diakonima.gr Απόδοση Κειμένου: www.agiazoni.gr
Δείτε το δημοσιευμένο και στο newspull.gr
Αφήστε το σχόλιο σας - Τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται όπου εντοπίζονται